Η ιστορία και η Επανάσταση: Το χθες, το σήμερα και το αύριο της ιστοριογραφίας για το 1821
Synopsis
Πώς έχουν εξετάσει οι ιστορικοί την ελληνική επανάσταση; Ποια σχήματα έχουν χρησιμοποιηθεί για να ερμηνεύσουν την ελληνική επανάσταση; Ποιες είναι οι επιστημολογικές τους βάσεις και πώς θα μπορούσε να εμπλουτιστεί η υπάρχουσα βιβλιογραφία; Προσπαθώντας να απαντήσει σε τέτοιου είδους ερωτήματα, η παρούσα μελέτη έχει δύο στόχους και είναι δομημένη ανάλογα.
Ο πρώτος είναι να προτείνει μια κριτική επισκόπηση της ιστοριογραφίας για την Ελληνική Επανάσταση. Σχηματοποιώντας και απλοποιώντας μια ιστοριογραφία που ξεκινάει παραδόξως μέσα στη δεκαετία του 1820, τα τρία πρώτα μέρη υποστηρίζουν ότι η Ελληνική Επανάσταση (ή το ’21 όπως έχει επικρατήσει να αποκαλείται εντός της ελληνικής ιστορικής κοινότητας), έχει διερευνηθεί κυρίως με τρία ερμηνευτικά πλαίσια, τα οποία διαμορφώθηκαν ως δίπολα μεταξύ δύο αντιτιθέμενων ερμηνειών. Η αρχή έγινε με την αντιπαράθεση μεταξύ μιας «εθνικής» και μιας «κοινωνικής» ερμηνείας (η οικεία μας διαφοροποίηση μεταξύ «Αγώνα της Ανεξαρτησίας» και «Ελληνικής Επανάστασης»). Ακολούθησε το δίπολο «νεωτερικής» ή «παραδοσιακής» επανάστασης, ιδίωμα μιας ηγεμονικής για χρόνια «εκσυγχρονιστικής» ιστοριογραφίας. Το τελευταίο, πιο πρόσφατο και λιγότερο πολεμικό δίπολο, είναι αυτό που αντιμετωπίζει την επανάσταση είτε ως «ευρωπαϊκή», αλλά με κριτική διάθεση απέναντι στο εκσυγχρονιστικό πλαίσιο, είτε ως κατά βάση «οθωμανική». Η διάκριση είναι φυσικά αναλυτική, καθώς υπήρχαν και υπάρχουν πολλές αλληλεπικαλύψεις μεταξύ πλαισίων και πόλων.
Η μελέτη αναφέρεται στα επιστημολογικά και μεθοδολογικά θεμέλια όλων των πλαισίων, αλλά επικεντρώνεται στο τελευταίο. Αφού εξετάσει τα πλεονεκτήματά του και τους ερευνητικούς δρόμους που έχει ανοίξει (όπως η πιο περίπλοκη πρόσληψη της νεωτερικότητας και της γεωγραφίας του πολιτισμού, η έμφαση στην τοπικότητα, αλλά και στο οθωμανικό και στο ευρύτερο περιφερειακό πλαίσιο), εξετάζει κάποια σημαντικά μειονεκτήματα που το διακρίνουν, με σημαντικότερα έναν «νεοεμπειρισμό», την έμφαση στη συγκυρία και την αδυναμία να συνδέσει το εμπειρικό υλικό με ευρύτερες διαδικασίες και ερμηνευτικά σχήματα. Το πρόβλημα αυτό είναι αντανάκλαση της αδυναμίας πολλών μελετών να λάβουν υπόψη τους τον τρόπο με τον οποίο πολλοί ιστορικοί έχουν επανεξετάσει τις τελευταίες δεκαετίες την Εποχή των Επαναστάσεων, αλλάζοντας εν πολλοίς το ερμηνευτικό παράδειγμα.
Ο δεύτερος στόχος της μελέτης, όπως αποτυπώνεται στο τέταρτο μέρος, είναι να προτείνει τρόπους για την καλύτερη ενσωμάτωση της ελληνικής περίπτωσης στη γρήγορα αναπτυσσόμενη διεθνή βιβλιογραφία γύρω από την Εποχή των Επαναστάσεων. Πράγματι, τις τελευταίες δύο δεκαετίες περίπου, η ιστοριογραφική παραγωγή γύρω από την Eποχή των Eπαναστάσεων έχει διευρυνθεί εντυπωσιακά. Μια διεύρυνση που είναι κατ’ αρχάς γεωγραφική – με το βάρος να πέφτει σε περιοχές όπως η Λατινική Αμερική, η Καραϊβική, η Νοτιοανατολική Ασία και φυσικά η Μεσόγειος (ή σε αυτό που αποκαλείται πια «Παγκόσμιος Νότος»). Παράλληλα, η διεύρυνση είναι ποιοτική μιας και οι πρόσφατες μελέτες έχουν ρίξει πολύ περισσότερο βάρος σε σχέση με παλαιότερες εργασίες στις διασυνδέσεις αλλά και τις παραλληλίες μεταξύ των διαφορετικών επαναστατικών καταστάσεων. Αυτό έχει κάνει πολλούς ιστορικούς να εντάσσουν πια τις επιμέρους εξεταζόμενες περιπτώσεις σε ένα παγκόσμιο πλαίσιο.
Ποιες είναι όμως οι συνέπειες αυτών των εξελίξεων στον τρόπο που βλέπουμε την Εποχή των Επαναστάσεων; Μια βασική είναι η δριμεία κριτική που ασκήθηκε στα τελεολογικά και ευρω/δυτικο-κεντρικά πλαίσια με τα οποία έχει μελετηθεί παραδοσιακά η εποχή. Αυτό δεν σημαίνει φυσικά ότι αμφισβητείται η αποσταθεροποιητική επίδραση που είχαν η Αμερικανική και ιδιαίτερα η Γαλλική Επανάσταση σε όλο τον κόσμο. Το βασικό επιχείρημα εδώ είναι ότι η μορφή και το αποτέλεσμα της αποσταθεροποίησης δεν ήταν ομοιογενή, αλλά εξαρτήθηκαν από τη συγκυρία και τις συγκεκριμένες περιφερειακές και τοπικές συνθήκες. Μια ευρύτερη συνέπεια, σχετική με την έμφαση στη συγκυρία και στη διαφορά, είναι η αναθεώρηση, στην οποία έχουν προβεί πολλοί ιστορικοί, των παραδοσιακών απόψεων για τη φύση και τις πηγές της επαναστατικής κουλτούρας, για την κίνηση και τη γέννηση των ριζοσπαστικών ιδεών και γενικότερα για τις απαρχές της πολιτικής νεωτερικότητας. Πολλοί μελετητές έχουν αρχίσει μάλιστα να αποκεντρώνουν την ευρωπαϊκή ιστορία, προτείνοντας σε πολλές περιπτώσεις εναλλακτικές περιοδολογήσεις των επαναστατικών αλλαγών. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για όσους μελετούν τη Λατινική Αμερική, τη Μεσόγειο και τη δεκαετία του 1820 – μια συναρμογή φιλελεύθερων κινημάτων που όλο και περισσότερο θεωρούνται αλληλοσυνδεόμενα, αλλά και συστατικά μιας παγκόσμιας φιλελεύθερης «στιγμής» που διαμόρφωσε τη διεθνή τάξη και τον σύγχρονο κόσμο όπως τον γνωρίζουμε. Αν και η Ελληνική Επανάσταση έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση αυτής της «στιγμής», δεν έχει βρει ακόμη τη θέση της στη σχετική ιστοριογραφική παραγωγή.
Αντλώντας από πρόσφατα έργα της βιβλιογραφίας αυτής, το τελευταίο μέρος της μελέτης προτείνει έναν οδηγό για τη μελλοντική έρευνα που να αξιοποιεί την «εννοιολογική», τη «χωρική» και την «παγκόσμια» στροφή της πρόσφατης ιστοριογραφίας. Αλλά κάνει και κάτι άλλο. Δείχνει ότι η Ελληνική Επανάσταση δεν έχει σημασία μόνο για τις ιδιαιτερότητές της, αλλά και για τις πολλές ομοιότητες που είχε με τα κινήματα στον αποικιοκρατούμενο και γενικότερα στον εξωευρωπαϊκό κόσμο. Αυτό εμπεριέχει μια ιστοριογραφική και επιστημολογική πρόκληση, όπως υποστηρίζει η μελέτη. Διότι προκαλεί προβληματισμό γύρω από τη χρησιμότητα της τόσο συνηθισμένης στην ευρωπαϊκή ιστοριογραφία (και στην πρόσφατη βιβλιογραφία για την Εποχή των Επαναστάσεων) διάκρισης μεταξύ «Ευρώπης» (συμπεριλαμβανομένης της ευρωπαϊκής περιφέρειας) και του εξωευρωπαϊκού κόσμου. Πόσο «ευρωπαϊκή» ήταν με άλλα λόγια η ιστορία της Ευρώπης; Και, αν υπήρχαν περιπτώσεις εντός Ευρώπης, όπως η ελληνική (αλλά και της Σικελίας, της Ισπανίας, και πολλές άλλες), που είχαν τόσα πολλά κοινά σημεία με διαδικασίες που συντελούνταν εκτός Ευρώπης, και μάλιστα στον αποικιοκρατούμενο κόσμο, πόσο νόημα έχει να διατηρούμε αυτές τις διακρίσεις στον τρόπο που κάνουμε ιστορία και στα πεδία εξειδίκευσης των ιστορικών;